Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

οἱ κακοῦντες τὰ κοινὰ συγκύψαντες ποιεῦσι

См. также в других словарях:

  • συγκύπτω — Α [κύπτω] 1. σκύβω προς τα εμπρός και προς τα κάτω και ενώνω το κεφάλι μου με το κεφάλι άλλων 2. πλησιάζω κάτι σκύβοντας 3. γέρνω προς τα εμπρός, καμπουριάζω σαν να είμαι πολύ φορτωμένος 4. κλίνω καταφατικά το κεφάλι μου και εγώ μαζί με άλλους,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»