-
1 συγκύπτω
A bend forwards, stoop and lay heads together, ; σ. πρὸς ἀλλήλας, of mares, Arist. HA 572a23: metaph., οἱ κακοῦντες τὰ κοινὰ συγκύψαντες ποιεῦσι they do it in concert, Hdt.3.82, cf. 7.145;καὶ συγκύψαντες ἅπαντες γελῶσιν Phryn.Com.3.6
; .II to be bowed down, bent double, as under a burden, Ev.Luc. 13.11, Philostr.Im.2.20;συγκεκῡφώς Them.Or.7.90b
;σ. τῷ προσώπῳ LXX Jb.9.27
; μελανίᾳ ib.Si.19.26.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συγκύπτω
См. также в других словарях:
συγκύπτω — Α [κύπτω] 1. σκύβω προς τα εμπρός και προς τα κάτω και ενώνω το κεφάλι μου με το κεφάλι άλλων 2. πλησιάζω κάτι σκύβοντας 3. γέρνω προς τα εμπρός, καμπουριάζω σαν να είμαι πολύ φορτωμένος 4. κλίνω καταφατικά το κεφάλι μου και εγώ μαζί με άλλους,… … Dictionary of Greek